μετέρχομαι

μετέρχομαι
(I)
(ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι)
νεοελλ.
(σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του»)
νεοελλ.-μσν.
(για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το επάγγελμα τού δημοσιογράφου»)
μσν.
(για υπόθεση) χειρίζομαι
μσν.-αρχ.
1. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο, απέρχομαι, αποχωρώ
2. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω για κάτι, («ἀλλὰ σὺ γ' ἱμερόεντα μετέρχεο ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. έρχομαι ή βαδίζω μεταξύ άλλων
2. έρχομαι κοντά σε κάποιον, συναναστρέφομαι κάποιον
3. πλησιάζω, τριγυρίζω κάποιον ερωτικά
4. προσεγγίζω ευλαβώς κάποιον με προσευχές, θυσίες ή δεήσεις (τὸν Θεόν... εὐχαῑσιν ἄν μετῆλθες», Ευρ.)
5. πλησιάζω κάποιον με εχθρική διάθεση, προσβάλλω κάποιον, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6. έρχομαι πίσω από κάποιον, αναζητώ να βρω κάποιον, ακολουθώ («ἐγὼ δὲ Πάριν μετελεύσομαι», Ομ. Ιλ.)
7. αναζητώ κάτι ή κάποιον («πατρὸς ἐμοῡ κλέος εὐρὺ μετέρχομαι, ἤν που ἀκούσω», Ομ. Οδ.)
8. (κατ' επέκτ.) επιδιώκω, επιζητώ κάτι («ἐπιπόνω ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῑον μετέρχονται», Θουκ.)
9. ζητώ να πάρω εκδίκηση για κάτι («ὡς τόνδ' ἐγὼ μετῆλθον ἐνδίκως μόρον τὸν μητρός», Αισχύλ.)
10. διώκω κάποιον δικαστικά
11. ασκώ, ενεργώ κάτι («πᾱσαν ἀρετὴν μετήρχετο», Μηναί.)
2. μελετώ, εξετάζω, ερευνώ, επιθεωρώ
13. (σχετικά με τιμές) διαβιβάζω, μεταβιβάζω.
————————
(II)
και ματάρχομαι (Μ μετέρχομαι και μετάρχομαι και ματάρχομαι)
έρχομαι ξανά, επιστρέφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετέρχομαι — μετέρχομαι, μετήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετέρχομαι — come pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέρχομαι — μετήλθα 1. ασκώ κάποιο επάγγελμα, ασχολούμαι επαγγελματικά: Μετέρχεται το επάγγελμα του δικηγόρου. 2. χρησιμοποιώ μέσα για να πετύχω κάποιο σκοπό: Μετέρχεται βίαιες μεθόδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετέλθετε — μετέρχομαι come aor subj act 2nd pl (epic) μετέρχομαι come aor imperat act 2nd pl μετέρχομαι come aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέλθω — μετέρχομαι come aor subj act 1st sg μετέρχομαι come aor subj act 1st sg μετέρχομαι come aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέλθῃ — μετέρχομαι come aor subj mid 2nd sg μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέρχεσθε — μετέρχομαι come pres imperat mp 2nd pl μετέρχομαι come pres ind mp 2nd pl μετέρχομαι come imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτελθε — μετέρχομαι come aor imperat act 2nd sg μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδέλθῃ — μετέρχομαι come aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor subj act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδελθε — μετέρχομαι come aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (doric aeolic) μετέρχομαι come aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”